- ἁγίως
- ἅγιοςdevoted to the godsadverbialἅγιοςdevoted to the godsmasc acc pl (doric)ἁ̱γίως , ἁγήςguiltyadverbial (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἁγίως — Ἅγιος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγιος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. * * * ια και ία, ιο (AM ἅγιος, ία, ιον) 1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής 2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών… … Dictionary of Greek
ՍՐԲԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 0760 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 11c, 12c, 13c մ. ἀγίως, καθαρῶς, ὀσίως, εὑαγῶς sancte. Սրբութեամբ. մաքրապէս. անարատաբար. *Մաքուր եւ սրբապէս: Սրբապէս եւ առանց նենգութեան: Սրբապէս եւ համակրօնաբար… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)